Ακανθοκυτταρικό Καρκίνωμα (SCC)
Το ακανθοκυτταρικό καρκίνωμα είναι ο δεύτερος συχνότερος όγκος του δέρματος (20% των καρκίνων του δέρματος που δεν είναι μελάνωμα).
Σχετίζεται άμεσα με την χρόνια έκθεση στην ηλιακή ακτινοβολία, υπάρχουν όμως και άλλοι παράγοντες που συμμετέχουν στην αιτιολογία του όπως ανοσοκαταστολή, χρόνιοι τραυματισμοί και ουλές, έκθεση σε χημικά κ.α.
Παρατηρείται συνήθως σε άτομα μεγαλύτερης ηλικίας στις εκτεθειμένες περιοχές του δέρματος, και εμφανίζεται ως ερυθρό οζίδιο με υπερκεράτωση ή ως εξέλκωση (πληγή) που δεν επουλώνεται. Η διαφοροποίηση βασικοκυτταρικού και ακανθοκυτταρικού καρκινώματος μπορεί συχνά να είναι δύσκολη, καθώς η εξωτερική τους εμφάνιση μπορεί να είναι ακριβώς η ίδια.
Εμφανίζεται συχνά σε περιοχές με προϋπάρχουσες προκαρκινικές βλάβες (ακτινική κεράτωση, κερατοακάνθωμα, νόσο του Bowen). Γενικά είναι πιο επιθετικό από το βασικοκυτταρικό καρκίνωμα και μπορεί να δώσει μεταστάσεις σε ποσοστό 10-30%.
Η θεραπεία του πρέπει να είναι επιθετική και σε γενικές γραμμές είναι παρόμοια με αυτή του βασικοκυτταρικού καρκινώματος. Λόγω του ότι είναι πιο επιθετικό από το βασικοκυτταρικό καρκίνωμα συνιστώνται μεγαλύτερα όρια εκτομής και αυστηρότερα κριτήρια για τις λιγότερο επεμβατικές μεθόδους.
Το 95% των τοπικών υποτροπών και μεταστάσεων του ακανθοκυτταρικού καρκινώματος παρατηρείται μέσα στην πρώτη 5ετία. Θεωρείται λοιπόν απαραίτητη η τακτική μακροχρόνια μετεγχειρητική παρακολούθηση (ανά 3-6 μήνες για 5 έτη) για την έγκαιρη αναγνώριση υποτροπών και μεταστάσεων.